- αγγελοβλεπούσα
- ηαυτή που βλέπει, που κοιτάζει σαν άγγελος, που έχει αγγελικό βλέμμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγγελοβλέπω — βλέπω τον άγγελο τού θανάτου κατά τις τελευταίες στιγμές τής ζωής μου, ψυχορραγώ, πνέω τα λοίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + βλέπω. ΠΑΡ. αγγελοβλεπούσα] … Dictionary of Greek